- υδρώπικας
- ο , υδρώπικία η мед. водянка, асцит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρώπικας — υδρώπικας, ο και δρώπικας, ο βλ. υδρωπικία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρώπικας — ο, Ν [ύδρωπας] υδρωπικία … Dictionary of Greek
ὑδρωπικάς — ὑδρωπικά̱ς , ὑδρωπικός suffering from dropsy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρωπικία — (Ιατρ.). Η συγκέντρωση του υγρού (ορού) που βγαίνει από το αίμα σε κοιλότητες του σώματος ή μέσα στους ιστούς ή κάτω από το δέρμα. H συλλογή αυτού του υγρού οφείλεται σε κάποια πίεση πάνω στις φλέβες με αποτέλεσμα να λιμνάζει το αίμα και να… … Dictionary of Greek
υδρωπικιάζω — Ν [υδρώπικας] 1. προσβάλλομαι από ύδρωπα 2. πάσχω από ύδρωπα … Dictionary of Greek
ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… … Dictionary of Greek
dropică — DRÓPICĂ s.f. (med.; pop.) Hidropizie. – Din ngr. drópikas (= idrópikus). Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 DRÓPICĂ s. v. ciroză hidrică, hidropizie. Trimis de siveco, 05.08.2004. Sursa: Sinonime drópică s … Dicționar Român